τάρσωμα

τάρσωμα
το укрепление оползающего грунта (плетёнкой из камыша)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τάρσωμα" в других словарях:

  • τάρσωμα — το, ΝΑ, και αττ. τ. τάρρωμα Α [ταρσῶ] νεοελλ. φράγμα από πλεγμένα καλάμια ή κλαδιά δένδρων που χρησιμεύει για τη συγκράτηση χωμάτων από κατολίσθηση αρχ. 1. το πλατύ τμήμα τών κουπιών 2. η κωπηλασία 3. στον πληθ. τὰ ταρσώματα (κατά τον Πολυδ.) «οἱ …   Dictionary of Greek

  • ταρσώματα — τάρσωμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάρρωμα — τὸ, Α (αττ. τ.) βλ. τάρσωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»